Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάγναντα — επίρρ. αντικρύ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάγναντο + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
ξάγναντα — επίρρ., αντίκρυ, απέναντι, πέρα μακριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)